εντορμία

εντορμία
η соединение в паз

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "εντορμία" в других словарях:

  • εντορμία — η η σύνδεση δύο ξύλων, από τα οποία το ένα έχει κοιλότητα, υποδοχή (τόρμον), όπου σφηνώνεται αντίστοιχα διαμορφωμένη προεξοχή τού άλλου …   Dictionary of Greek

  • εντορμώ — όω συνδέω, συναρμόζω δύο ξύλα με εντορμία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»