Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εντορμία — η η σύνδεση δύο ξύλων, από τα οποία το ένα έχει κοιλότητα, υποδοχή (τόρμον), όπου σφηνώνεται αντίστοιχα διαμορφωμένη προεξοχή τού άλλου … Dictionary of Greek
εντορμώ — όω συνδέω, συναρμόζω δύο ξύλα με εντορμία … Dictionary of Greek